λύνομαι

λύνομαι
λύνομαι, λύθηκα, λυμένος βλ. πίν. 2
——————
Σημειώσεις:
λύνομαι : η λόγια μορφή λύομαι έχει επιβιώσει σε στερεότυπες εκφράσεις όπως: λύεται η συνεδρίαση και στη μτχ. ενεστώτα λυόμενος (για σπίτι κτλ.).

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Греческий язык — Самоназвание: Ελληνικά [e̞ˌliniˈka] Страны: Греция …   Википедия

  • περιρρέω — ΝΜΑ 1. (για υγρό) ρέω, κυλώ γύρω από κάποιον ή από κάτι, περιβρέχω, περιχύνω κάποιον ή κάτι («νῆσον περιρρέει Νεῑλος», Ηρόδ.) 2. παθ. περιρρέομαι περιβάλλομαι από νερό, περιβρέχομαι («περιερρεῑτο δ αὕτη ὑπὸ τοῡ Μάσκα κύκλῳ», Ξεν.) αρχ. 1. (για… …   Dictionary of Greek

  • ρήμα — το, ατος αρχικά: ό,τι ειπώθηκε, το ειπωμένο· (γραμμ.) μέρος του λόγου που φανερώνει ότι ένα υποκείμενο ενεργεί ή πάσχει ή βρίσκεται σε κάποια κατάσταση (τρώ(γ)ω, λύνομαι, κοιμούμαι) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”